υστερημα

υστερημα
    ὑστέρημα
    -ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υστερημα" в других словарях:

  • ὑστέρημα — shortcoming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστέρημα — το / ὑστέρημα, ήματος, ΝΜΑ [ὑστερῶ] 1. έλλειψη, έλλειμμα 2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου αρχ. ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι… …   Dictionary of Greek

  • υστέρημα — το, ατος η ποσότητα που λείπει, το έλλειμμα: Δίνω κάτι από το υστέρημά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑστερήσει — ὑστέρημα shortcoming fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑστερήσεϊ , ὑστέρημα shortcoming fem dat sg (epic) ὑστέρημα shortcoming fem dat sg (attic ionic) ὑστέρησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑστερήσεϊ , ὑστέρησις fem dat sg (epic) ὑστέρησις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήσεις — ὑστέρημα shortcoming fem nom/voc pl (attic epic) ὑστέρημα shortcoming fem nom/acc pl (attic) ὑστέρησις fem nom/voc pl (attic epic) ὑστέρησις fem nom/acc pl (attic) ὑστερέω to be behind aor subj act 2nd sg (epic) ὑστερέω to be behind fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερημάτων — ὑστέρημα shortcoming neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήμασι — ὑστέρημα shortcoming neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήματα — ὑστέρημα shortcoming neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήματι — ὑστέρημα shortcoming neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήματος — ὑστέρημα shortcoming neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήσεσιν — ὑστέρημα shortcoming fem dat pl ὑστέρησις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»